- βιοπορισμός
- οαπόκτηση των απολύτως αναγκαίων για τη ζωή με προσωπική εργασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + πορισμός < πορίζω «παρέχω». Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Εμμ. Κρητικίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιοπορισμός — ο η απόκτηση των αναγκαίων για τη ζωή με προσωπική εργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… … Dictionary of Greek